- χρύσασπις
- χρύ̱σασπις , χρύσασπιςwith shield of goldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρύσασπις — άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες σώμα ασπιδοφόρων τού μακεδονικού στρατού αρχ. οπλισμένος με χρυσή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ασπίς (< ἀσπίς, ίδος), πρβλ. χάλκ ασπις] … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσασπίδων — χρῡσασπίδων , χρύσασπις with shield of gold masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάσπιδα — χρῡσάσπιδα , χρύσασπις with shield of gold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάσπιδες — χρῡσάσπιδες , χρύσασπις with shield of gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάσπιδι — χρῡσάσπιδι , χρύσασπις with shield of gold masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάσπιδος — χρῡσάσπιδος , χρύσασπις with shield of gold masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσασπι — χρύ̱σασπι , χρύσασπις with shield of gold masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρύσασπιν — χρύ̱σασπιν , χρύσασπις with shield of gold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)